ακαλλιεργησία

ακαλλιεργησία
η [ακαλλιέργητος]
1. η έλλειψη καλλιέργειας, η κατάσταση τού ακαλλιέργητου
2. μτφ. αμορφωσιά, απαιδευσιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγεωργησία — η (Α ἀγεωργησια) [ἀγεώργητος] νεοελλ. έλλειψη καλλιέργειας τής γης, ακαλλιεργησία αρχ. κακή καλλιέργεια τής γης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”